- ὑπεραγόντως
- ὑπερᾰγόντως, Adv.A exceedingly, LXX 2 Ma.7.20, OGI315.51 (Pessinus, ii B. C.), Hsch. s.v. ἐσχάτως.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπεραγόντως — exceedingly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεραγόντως — Α επίρρ. πάρα πολύ, υπέρμετρα («ὑπεραγόντως θαυμαστές», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπεράγων, οντος, μτχ. ενεστ. τού ρ. ὑπεράγω + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
υπερδεής — ές, Α 1. αυτός που βρίσκεται πέρα από τον φόβο, ατρόμητος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπεραγόντως ἐνδεὴς ἢ ἐλάσσων κατὰ δύναμιν». [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. απαντά στο χωρίο τής Ιλ. ὑπερδέα δῆμον ἔχοντα και, κατά την πιθανότερη άποψη, πρέπει να ερμηνευθεί… … Dictionary of Greek